- προκαταβολικό
- kaparo, avans, önceden ödenen, yapılan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
προέμβασμα — το, Ν [προεμβάζω] το χρηματικό ποσό που στέλνεται εκ τών προτέρων με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, προκαταβολικό έμβασμα … Dictionary of Greek